- φυτίστρα
- η рассадник, питомник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτίστρα — η, Ν το φυτώριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + κατάλ. ίστρα (< ρ. σε ίζω), πρβλ. ποτ ίστρα] … Dictionary of Greek
φυτώριο — το / φυτώριον, ΝΜΑ, και φυτούριον ΜΑ έκταση γης όπου μεταφυτεύονται τα νεαρά δενδρύλλια από το σπορείο ή φυτεύονται τα σπέρματα που μόλις έχουν βλαστήσει και δίνουν φυτάρια με ζωηρή ανάπτυξη τον πρώτο χρόνο και από όπου τα νεαρά φυτά… … Dictionary of Greek
φυτώριο — το 1. έκταση γης όπου σπέρνονται ή φυτεύονται και αναπτύσσονται φυτά τα οποία μεταφυτεύονται αλλού, η φυτίστρα. 2. μτφ., σχολή ή περιβάλλον όπου διαμορφώνεται κοινή ιδεολογία και μόρφωση ή όπου εκπαιδεύονται όσοι προορίζονται για ορισμένο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)